Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

μόνιμος αντιπρόσωπος

См. также в других словарях:

  • Θαντ Σίθου, Ου — (U Thant Sithu, Παντανάβ 1909 – Νέα Υόρκη 1974). Βιρμανός πολιτικός. Σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρανγκούν. Αργότερα, δίδαξε σε λύκειο, έγινε διευθυντής της βιρμανικής ραδιοφωνίας (1948), υπουργός Πληροφοριών (1949 57) και μόνιμος… …   Dictionary of Greek

  • Κύρου, Αλέξης — (Αθήνα 1901 – 1966). Διπλωμάτης. Χρημάτισε υποπρόξενος στην Κωνσταντινούπολη (1928 29) και πρόξενος στη Λευκωσία (1930 31). Ανακλήθηκε στην Αθήνα έπειτα από αίτηση των βρετανικών αρχών κατοχής της Κύπρου. Διετέλεσε ακόμα γραμματέας της πρεσβείας… …   Dictionary of Greek

  • Μακκάς, Λέων — (Αθήνα 1892 – 1972). Διπλωμάτης και πολιτικός. Διετέλεσε βουλευτής (1928 33, 1946 56), υπουργός Προεδρίας (1932), υπουργός γενικός διοικητής των Ιόνιων Νησιών (1944 45), υπουργός Ναυτικών (1950), Βιομηχανίας (1951), Εμπορίου (1954 55), μόνιμος… …   Dictionary of Greek

  • Πιπινέλης, Παναγιώτης — (Πειραιάς 1899 – 1970). Έλληνας διπλωμάτης και πολιτικός. Σπούδασε νομικά στην Ελβετία, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας των πολιτικών επιστημών (1918). Το 1922 πέτυχε στον διαγωνισμό ως ακόλουθος του υπουργείου Εξωτερικών και υπηρέτησε στο Παρίσι,… …   Dictionary of Greek

  • Στήβενσον, Αντλάι Έγουιν — (Stevenson). Αμερικανός πολιτικός και νομικός (1900 1965). Από το 1933 κατείχε διάφορα αξιώματα στο υπουργείο Εξωτερικών. Στη διάρκεια του B’ Παγκόσμιου πόλεμου ήταν ειδικός βοηθός του υπουργού Ναυτικών. Το 1945 τοποθετήθηκε ειδικός βοηθός του… …   Dictionary of Greek

  • χαρτοφύλακας — Εκκλησιαστικό αξίωμα το οποίο δίνεται σε πρεσβυτέρους και διακόνους. Ο χ. εξαιτίας των πολλών καθηκόντων που αναλαμβάνει αποκλήθηκε στόμα και δεξιά του επισκόπου χειρ. Τα καθήκοντά του ως γραματέα του επισκόπου είναι: να συντάσσει τα πρωτότυπα… …   Dictionary of Greek

  • Αιμιλιανός — I (Marcus Aemilius Aemilianus, Μαυριτανία 206 – Σπολέτο Ιταλίας 253 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (253). Ως διοικητής της Μοισίας απέκρουσε επιδρομές Γότθων και αναγορεύτηκε αυτοκράτορας από τον στρατό του το 252. Στις αρχές του 253 εισέβαλε στην… …   Dictionary of Greek

  • Βαλντχάιμ, Κουρτ — (Kurt Waldheim, Βιέννη 1918 –). Αυστριακός πολιτικός, διπλωμάτης, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (1971 81) και πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας (1986 92). Την περίοδο 1956 60 υπηρέτησε πρεσβευτής της χώρας του στη Γαλλία και τον Καναδά. Το 1962… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιάδης, Κλεάνθης — (Πάφος Κύπρου 1910 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας (1935 43), γυμνασιάρχης Κερύνειας, Λαπήδου και Μόρφου (1943 59),… …   Dictionary of Greek

  • Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή — (ΔΟΕ).Διεθνής, μη κυβερνητικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1894 στο Παρίσι, ύστερα από απόφαση διεθνούς συνεδρίου που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία των γαλλικών αθλητικών σωματείων. Στο πλαίσιο του συνεδρίου και έπειτα από πρόταση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»